βίσεκτος

βίσεκτος
ος , ον , βίσεχτος, η , ο високосный;

βίσεκτον έτος — високосный год


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βίσεκτος" в других словарях:

  • βίσεκτος — και βίσεξτος, ον (AM) ο δίσεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bisextus «δίσεκτος» (ενν. annus)] …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • δίσεκτος — και δίσεχτος, η, ο (Μ δίσεκτος και βίσεκτος, ον) 1. έτος, χρόνος με 366 ημέρες, δηλ. που είχε δις την έκτη μέρα πριν από τις καλένδες τού Μαρτίου 2. δυσοίωνος χρόνος, με απρόβλεπτες συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + έκτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»